- θρηνώ
- (ε) 1. αμετ. рыдать, плакать; причитать;2. μετ. оплакивать (кого-л.); горевать (по ком-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρηνώ — θρηνώ, θρήνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θρηνώ — (ΑΜ θρηνῶ) 1. κλαίω, θρηνολογώ μοιρολογώ 2. μοιρολογώ κάποιον, τόν κλαίω («θρηνεί τους γονείς του») αρχ. θρηνωδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος. ΠΑΡ. αρχ. θρήνημα, θρηνήσιμος, θρηνητήρ, θρηνητής, θρηνητός, θρηνήτωρ μσν. θρηνίζω. ΣΥΝΘ. αρχ. αναθρηνώ,… … Dictionary of Greek
θρηνώ — θρήνησα, θρηνήθηκα, θρηνημένος 1. αμτβ., κλαίω, οδύρομαι: Έμεινε μέρες πολλές κλεισμένη στο σπίτι της και θρηνούσε. 2. μτβ., κλαίω για κάποιον ή για κάτι που έχασα: Θρηνεί τη συμφορά που τον έπληξε. – Θρηνεί τη χαμένη ευτυχία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρηνῶ — θρηνέω sing a dirge pres subj act 1st sg (attic epic doric) θρηνέω sing a dirge pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρήνῳ — θρή̱νῳ , θρῆνος dirge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρηνοβολώ — θρηνώ σπαρακτικά … Dictionary of Greek
οδύρομαι — θρηνώ, κλαίω απαρηγόρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθοδέρνομαι — θρηνώ χτυπώντας το στήθος μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακλαίω — και αττ. τ. κατακλάω (Α) 1. θρηνώ κάποιον 2. θρηνώ μεγαλόφωνα 3. (με γεν. προσ.) θρηνώ ενώπιον κάποιου … Dictionary of Greek
αναθρηνώ — ( έω) (Α ἀναθρηνῶ) θρηνώ μεγαλόφωνα, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρηνῶ] … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek